bn:00112671a
Adjective Concept
EL
αμόρφωτος
EL
Που δεν έχει μορφωθεί, που δεν έχει αποκτήσει γνώσεις στα πλαίσια του εκπαιδευτικού συστήματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που δεν έχει μορφωθεί, που δεν έχει αποκτήσει γνώσεις στα πλαίσια του εκπαιδευτικού συστήματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet