bn:00112695a
Adjective Concept
EL
ξαπλωμένος
EL
Αυτός που βρίσκεται σε οριζόντια θέση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που βρίσκεται σε οριζόντια θέση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet