bn:00112821a
Adjective Concept
EL
νοσηρός
EL
Αυτός που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη υγείας στο σώμα ή στο μυαλό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη υγείας στο σώμα ή στο μυαλό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet