bn:00113569a
Adjective Concept
EL
σπονδυλωτό
EL
(ζωολ.) καθένα απο τα ζώα της συνομοταξίας που περιλαμβάνει τα ψάρια, τα αμφίβια, τα ερπετά, τα πουλιά και τα θηλαστικά, τα οποία όλα διαθέτουν, ως κοινό χαρακτηριστικό, σπονδυλική στήλη και ραχιαίο κεντρικό νευρικό σύστημα, ενώ κατά τα άλλα, παρουσιάζουν πλήθος διαφορών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ζωολ.) καθένα απο τα ζώα της συνομοταξίας που περιλαμβάνει τα ψάρια, τα αμφίβια, τα ερπετά, τα πουλιά και τα θηλαστικά, τα οποία όλα διαθέτουν, ως κοινό χαρακτηριστικό, σπονδυλική στήλη και ραχιαίο κεντρικό νευρικό σύστημα, ενώ κατά τα άλλα, παρουσιάζουν πλήθος διαφορών Greek Open Multilingual WordNet
CATEGORY DOMAIN
Greek Open Multilingual WordNet