bn:00113831a
Adjective Concept
EL
άσπρος  λευκό
EL
Που ανήκει στη λευκή φυλή, που έχει ανοιχτό χρώμα σε αντίθεση με κάτι άλλο που ανήκει στο ίδιο είδος και έχει σκούρο χρώμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που ανήκει στη λευκή φυλή, που έχει ανοιχτό χρώμα σε αντίθεση με κάτι άλλο που ανήκει στο ίδιο είδος και έχει σκούρο χρώμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations