bn:00113877a
Adjective Concept
EL
πρόθυμος  πρόθυμοι
EL
Αυτός που έχει, που επιδεικνύει καλή διάθεση, ζήλο, ετοιμότητα για μια δραστηριότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει, που επιδεικνύει καλή διάθεση, ζήλο, ετοιμότητα για μια δραστηριότητα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations