bn:01489122n
Noun Concept
Categories: Παθήσεις, Ατυχήματα
EL
πνιγμός  πνίξιμο  πνίγηκε  πνιγμό
EL
Ο πνιγμός είναι μια κατάσταση στην οποία η αναπνοή εμποδίζεται γιατί στους πνεύμονες μπαίνει υγρό ή οι ίδιοι οι πνεύμονες παράγουν υγρό. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο πνιγμός είναι μια κατάσταση στην οποία η αναπνοή εμποδίζεται γιατί στους πνεύμονες μπαίνει υγρό ή οι ίδιοι οι πνεύμονες παράγουν υγρό. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Translations