Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:02387665n
Noun Concept
Categories: Συνεργασία, Διεθνείς σχέσεις
EL
συνεργασία  συνεργάζονται  συνεργαστεί
See more
EL
Συνεργασία είναι η διαδικασία κατά την οποία δύο ή περισσότερα ατόμα, υπηρεσίες ή οργανισμοί εργάζονται απο κοινού για την ολοκλήρωση ενός έργου ή την επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου στόχου. Wikipedia
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Συνεργασία είναι η διαδικασία κατά την οποία δύο ή περισσότερα ατόμα, υπηρεσίες ή οργανισμοί εργάζονται απο κοινού για την ολοκλήρωση ενός έργου ή την επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου στόχου. Wikipedia