bn:02693716n
Noun Concept
Categories: Πολύεδρα
EL
εννεάεδρο
EL
Στη στερεομετρία, εννεάεδρο λέγεται ένα πολύεδρο που έχει εννέα έδρες. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Στη στερεομετρία, εννεάεδρο λέγεται ένα πολύεδρο που έχει εννέα έδρες. Wikipedia
Πολύεδρο με εννέα έδρες Wikidata
Wikipedia
Wikidata