bn:02698489n
Noun Concept
Categories: Ιστορική γλωσσολογία
EL
Συντηρητική γλώσσα  συντηρητική
EL
Στη γλωσσολογία, μια συντηρητική μορφή, ποικιλία ή τρόπος είναι αυτή που έχει αλλάξει σχετικά λίγο κατά τη διάρκεια της ιστορίας της ή που είναι σχετικά ανθεκτική στις αλλαγές. Wikipedia
Greek:
γλωσσολογία
Definitions
Relations
Sources
EL
Στη γλωσσολογία, μια συντηρητική μορφή, ποικιλία ή τρόπος είναι αυτή που έχει αλλάξει σχετικά λίγο κατά τη διάρκεια της ιστορίας της ή που είναι σχετικά ανθεκτική στις αλλαγές. Wikipedia