bn:03312338n
Noun Concept
Categories: Χημικές αντιδράσεις
EL
πρωτονίωση  πρωτονιωμένη
EL
Στη χημεία, η πρωτονίωση είναι η προσθήκη ενός πρωτονίου σε ένα άτομο, μόριο ή ιόν. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Στη χημεία, η πρωτονίωση είναι η προσθήκη ενός πρωτονίου σε ένα άτομο, μόριο ή ιόν. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Translations