bn:03575450n
Noun Concept
Categories: Διαλεκτολογία, Κοινωνιογλωσσολογία
EL
ισόγλωσσο  isogloss  ισόγλωσσες
EL
Ισόγλωσσο ή ισόγλωσση γραμμή είναι η συμβατική και κατά προσέγγιση απόδοση σε χάρτη του ορίου ανάμεσα σε δύο γλωσσικά φαινόμενα. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Ισόγλωσσο ή ισόγλωσση γραμμή είναι η συμβατική και κατά προσέγγιση απόδοση σε χάρτη του ορίου ανάμεσα σε δύο γλωσσικά φαινόμενα. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Translations