bn:08948770n
Noun Concept
JA
No term available
EL
Με τον όρο λαζάνια, ή, σπανιότερα, λαζάνια ή λαγάνα, υποδεικνύει μια συγκεκριμένη μορφή ζύμης, που λαμβάνεται με κοπή σε μεγάλα τετράγωνα ή ορθογώνια του φύλλου ζύμης αυγών. Wikipedia
Relations
Sources
PART OF
COUNTRY OF ORIGIN