Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:16500942n
Noun Concept
Categories: Δημόσιοι υπάλληλοι, Δημόσια Διοίκηση
EL
δημόσιος υπάλληλος  κυβερνητικός υπάλληλος
See more
EL
Η δημόσια υπηρεσία είναι ένας συλλογικός όρος για έναν τομέα της κυβέρνησης που αποτελείται κυρίως από τους δημόσιους υπαλλήλους καριέρας που προσλαμβάνονται με επαγγελματική αξία παρά διορίζονται ή εκλέγονται, των οποίων η θεσμική θητεία συνήθως επιβιώνει από μεταβάσεις πολιτικής ηγεσίας. Wikipedia
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Η δημόσια υπηρεσία είναι ένας συλλογικός όρος για έναν τομέα της κυβέρνησης που αποτελείται κυρίως από τους δημόσιους υπαλλήλους καριέρας που προσλαμβάνονται με επαγγελματική αξία παρά διορίζονται ή εκλέγονται, των οποίων η θεσμική θητεία συνήθως επιβιώνει από μεταβάσεις πολιτικής ηγεσίας. Wikipedia