Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:16518640n
Noun Concept
Categories: Στρατιωτική τακτική, Στρατιωτικοί σχηματισμοί
EL
στρατιωτική μονάδα  σχηματισμός  στρατιωτικός σχηματισμός
See more
EL
Στην στρατιωτική τακτική με τον όρο σχηματισμός ή ευρύτερα στρατιωτικός σχηματισμός χαρακτηρίζεται μεγάλη στρατιωτική μονάδα που διοικείται από ανώτατο αξιωματικό και συγκροτείται από επιμέρους στρατιωτικές μονάδες διαφόρων Όπλων και Σωμάτων. Wikipedia
Greek:
στρατιωτικός
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Στην στρατιωτική τακτική με τον όρο σχηματισμός ή ευρύτερα στρατιωτικός σχηματισμός χαρακτηρίζεται μεγάλη στρατιωτική μονάδα που διοικείται από ανώτατο αξιωματικό και συγκροτείται από επιμέρους στρατιωτικές μονάδες διαφόρων Όπλων και Σωμάτων. Wikipedia