bn:18219114n
Noun Concept
IT
passaggio coperto
EL
Η στοά είναι στεγασμένος τόπος με κολώνες ή θόλους, που μπορεί να χρησιμεύσει σαν καταφύγιο για τους διαβάτες σε διάρκεια μιας βροχής ή μεγάλης ζέστης. Wikipedia
Relations
Sources