bn:00000222n
Noun Concept
EL
ανάπαυλα  αναβολή  σταμάτημα
EL
Διακοπή στην ένταση ή στην ποσότητα κάποιου πράγματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Διακοπή στην ένταση ή στην ποσότητα κάποιου πράγματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet