bn:00012896n
Noun Concept
EL
διακοπή  παρέμβαση  παρεμβολή
EL
Κάθε αιφνίδιο γεγονός που διακόπτει μια ενέργεια, μια δραστηριότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε αιφνίδιο γεγονός που διακόπτει μια ενέργεια, μια δραστηριότητα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet