bn:00001940n
Noun Concept
Categories: Βιολογία, Αναπηρία, Γεροντολογία, Ασθένειες
EL
τρίτη ηλικία  γηρατειά  γεράματα  geezerhood  ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας
EL
Η γεροντική ηλικία, τα γεράματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η γεροντική ηλικία, τα γεράματα Greek Open Multilingual WordNet
Η τρίτη ηλικία αναφέρεται σε ηλικίες οι οποίες πλησιάζουν ή ξεπερνούν το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων, και επομένως είναι το τέλος του ανθρώπινου κύκλου ζωής. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations