bn:00017117n
Noun Concept
Categories: Γήρας, Αιωνόβιοι
EL
αιωνόβιος  εκατονταετής  εκατόχρονος  υπεραιωνόβιος  εκατοχρονίτης
EL
Κάποιος που είναι τουλάχιστον 100 χρονών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάποιος που είναι τουλάχιστον 100 χρονών Greek Open Multilingual WordNet
Ο αιωνόβιος είναι το άτομο που έχει συμπληρώσει την ηλικία των 100 ετών. Wikipedia
Που έχει ζωή πάνω από εκατό χρόνια (έναν αιώνα) Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wiktionary
WordNet Translations