bn:00001964n
Noun Concept
EL
αντιπροσωπεία  αντιπροσώπευση  εκπροσώπηση  ένα κράτος μία ψήφος  πολιτική εκπροσώπηση
EL
Κατάσταση στην οποία κάποιος χρησιμεύει ως επίσημος και εντεταλμένος αντιπρόσωπος Greek Open Multilingual WordNet
English:
politics
Definitions
Relations
Sources