bn:00002086n
Noun Concept
EL
συμφωνία  συνεννόηση
EL
Η αμοιβαία, επίσημη δέσμευση ή συνεννόηση δύο ή περισσοτέρων πλευρών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η αμοιβαία, επίσημη δέσμευση ή συνεννόηση δύο ή περισσοτέρων πλευρών Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations