bn:00021713n
Noun Concept
EL
συνωμοσία  συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος  εγκληματική συνωμοσία  εγκληματικής οργάνωσης
EN
A secret agreement between two or more people to perform an unlawful act WordNet 3.0
English:
law
criminal
crime
Relations
Sources