bn:00002936n
Noun Concept
Categories: Μεταλλουργία, Κράματα, Υλικά
EL
κράμα  αστρική πληθυσμού  αστρικών πληθυσμών  κράμα μετάλλου  κράματα
EL
Ομογενές μείγμα το οποίο προέρχεται από τη σύντηξη δύο ή περισσότερων μετάλλων ή ενός μετάλλου και μιας άλλης ουσίας Greek Open Multilingual WordNet
English:
astronomy
Definitions
Relations
Sources
EL
Ομογενές μείγμα το οποίο προέρχεται από τη σύντηξη δύο ή περισσότερων μετάλλων ή ενός μετάλλου και μιας άλλης ουσίας Greek Open Multilingual WordNet
Κράμα είναι το υλικό που συνίσταται από διαφορετικές χημικές ουσίες, η οποία όταν είναι στερεό χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή και όλων των ουσιών στο κρυσταλλικό πλέγμα. Wikipedia