bn:00003149n
Noun Concept
Categories: Χορωδιακή μουσική, Μουσικολογία
EL
άλτο  alto  κοντράλτο
EL
Ο μουσικολογικός όρος άλτο, με ετυμολογική καταγωγή από τη λατινική λέξη altus, διέπεται από πολλές ερμηνείες και χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει μια μεγάλη γκάμα αντικειμένων, σχετιζόμενων με τη μουσική. Wikipedia
English:
voice
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο μουσικολογικός όρος άλτο, με ετυμολογική καταγωγή από τη λατινική λέξη altus, διέπεται από πολλές ερμηνείες και χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει μια μεγάλη γκάμα αντικειμένων, σχετιζόμενων με τη μουσική. Wikipedia
BabelNet
EL
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary