bn:00003333n
Noun Concept
EL
αποζημίωση  εγγύηση αποζημίωσης  αποζημιώσει  αποκατάσταση  χρηματικές αποζημιώσεις
EL
Χρηματικό ποσό που δίδεται ως αποζημίωση Greek Open Multilingual WordNet
English:
law
Definitions
Relations
Sources