bn:00085464v
Verb Concept
EL
αποκαθιστώ  επανορθώνω
EL
Επαναφέρω κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη (καλή, ορθή, φυσιολογική) κατάσταση, θέση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Επαναφέρω κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη (καλή, ορθή, φυσιολογική) κατάσταση, θέση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet