bn:00003522n
Noun Concept
Categories: Βιοχημεία, Οργανικές αμίνες
EL
αμίνη  αμίνες  αμινοαλκάνιο  αμινο  αμινοαλκανο
EL
Χημική ένωση που παράγεται από αμμωνία, όταν αντικαθιστούμε άτομα υδρογόνου με μονοσθενείς ρίζες υδρογονάνθρακα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Χημική ένωση που παράγεται από αμμωνία, όταν αντικαθιστούμε άτομα υδρογόνου με μονοσθενείς ρίζες υδρογονάνθρακα Greek Open Multilingual WordNet
Να μην συγχέονται με τις ανόργανες αμίνες, τις ιμίνες ή τα αμίδια. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations