bn:00003657n
Noun Concept
Categories: Αμφορέας
EL
αμφορέας  amfóra  αμφορείς
EL
Μεγάλο, πήλινο αγγείο με σφαιρικό ή ωοειδές σώμα και δυο λαβές, που απαντάται στην αρχαϊκή εποχή και χρησιμεύει για τη φύλαξη ή τη μεταφορά κυρίως υγρών ή τροφών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεγάλο, πήλινο αγγείο με σφαιρικό ή ωοειδές σώμα και δυο λαβές, που απαντάται στην αρχαϊκή εποχή και χρησιμεύει για τη φύλαξη ή τη μεταφορά κυρίως υγρών ή τροφών Greek Open Multilingual WordNet
Με τον όρο αμφορέας εννοείται ένα αγγείο με οβάλ σώμα με κάθετη λαβή αμφίπλευρα. Wikipedia
Είδος αγγείου. Wikipedia Disambiguation
BabelNet
EL
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations