bn:00005956n
Noun Concept
Categories: Ορολογία της αρχαιολογίας, Τέχνεργα, Πρότυπα πλοήγησης
EL
τέχνεργο  τέχνη  τέχνημα  χειροποίητο αντικείμενο  τεχνούργημα
EL
Κάτι που το έχουν κατασκευάσει με τα χέρια και όχι με κάποιο μηχανικό μέσο Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
αρχαιολογία
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάτι που το έχουν κατασκευάσει με τα χέρια και όχι με κάποιο μηχανικό μέσο Greek Open Multilingual WordNet
Με τον όρο τέχνεργο στην αρχαιολογία εννοείται οποιοδήποτε είδος κινητών ευρημάτων και αποτελούν τμήμα της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations