bn:00003890n
Noun Concept
EL
πρόγονος  προπάτορας  προγενέστερες
EL
Άτομο από το οποίο κατάγεται κανείς αλλά συνήθως πιο μεγάλο σε ηλικία από τους παππούδες του Greek Open Multilingual WordNet
English:
genealogy
Definitions
Relations
Sources
EL
Άτομο από το οποίο κατάγεται κανείς αλλά συνήθως πιο μεγάλο σε ηλικία από τους παππούδες του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations