bn:00064398n
Noun Concept
EL
πρόγονος
EL
Αυτός που έζησε στο (απώτερο ή πιο πρόσφατο) παρελθόν, που ανήκει σε παλιότερη γενιά και από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτορας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έζησε στο (απώτερο ή πιο πρόσφατο) παρελθόν, που ανήκει σε παλιότερη γενιά και από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτορας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations