bn:00004260n
Noun Concept
EL
βιωσιμότητα
EL
Η πιθανότητα, η δυνατότητα κάποιου να επιβιώσει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η πιθανότητα, η δυνατότητα κάποιου να επιβιώσει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet