bn:00004332n
Noun Concept
EL
προσάρτηση  προσαρτήθηκε
EL
Η ενσωμάτωση κάποιου πράγματος σε κάποιο άλλο με ένωση ή σύνδεση ( κυρίως εδαφών σε κάποιο κράτος) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενσωμάτωση κάποιου πράγματος σε κάποιο άλλο με ένωση ή σύνδεση ( κυρίως εδαφών σε κάποιο κράτος) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations