bn:00046350n
Noun Concept
EL
ένταξη  ενσωμάτωση
EL
Η ένταξη ενός πράγματος σε ένα ενιαίο σύνολο ως αδιάσπαστο μέρος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ένταξη ενός πράγματος σε ένα ενιαίο σύνολο ως αδιάσπαστο μέρος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet