bn:00004857n
Noun Concept
EL
διάφραγμα  άνοιγμα  ανοίγματα  στοπ διαφράγματος
EL
Το ρυθμιζόμενο άνοιγμα φακού, το οποίο ελέγχει την ποσότητα φωτός που περνά από αυτόν Greek Open Multilingual WordNet
English:
optics
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ρυθμιζόμενο άνοιγμα φακού, το οποίο ελέγχει την ποσότητα φωτός που περνά από αυτόν Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet