bn:00069738n
Noun Concept
Categories: Τηλεσκόπια, Οπτικά όργανα, Αστρονομικά όργανα
EL
τηλεσκόπιο  τηλεσκόπια
EL
Όργανο οπτικής παρατηρήσεως μακρινών αντικειμένων σε μεγάλη απόσταση, αποτελείται από σωλήνα με μεγάλους φακούς στις δύο άκρες, όπου σχηματίζεται πραγματικό είδωλο του παρατηρούμενου αντικειμένου, το οποίο φαίνεται πιο μεγάλο και πιο κοντινό από ότι με γυμνό μάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Όργανο οπτικής παρατηρήσεως μακρινών αντικειμένων σε μεγάλη απόσταση, αποτελείται από σωλήνα με μεγάλους φακούς στις δύο άκρες, όπου σχηματίζεται πραγματικό είδωλο του παρατηρούμενου αντικειμένου, το οποίο φαίνεται πιο μεγάλο και πιο κοντινό από ότι με γυμνό μάτι Greek Open Multilingual WordNet
Το τηλεσκόπιο είναι ένα όργανο σχεδιασμένο για την παρατήρηση μακρινών αντικειμένων μέσω της συλλογής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations