bn:00004869n
Noun Concept
Categories: Νευρολογία, Ανθρώπινη επικοινωνία
EL
αφασία
EL
Ανικανότητα στη χρήση, κατανόηση προφορικού ή γραπτού λόγου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ανικανότητα στη χρήση, κατανόηση προφορικού ή γραπτού λόγου Greek Open Multilingual WordNet
Ο ειδικός επιστημονικός όρος αφασία αναφέρεται σε κάθε μερική ή ολική απώλεια γλωσσικών ικανοτήτων σε ενήλικες και παιδιά και γενικότερη ανικανότητα λόγου. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations