bn:00004979n
Noun Concept
EL
αποστάτης  αρνησίθρησκος  αποστάτισσα  αποστάτρια  δειλός
EL
Αυτός που αρνείται τις αρχές του, εγκαταλείπει την ιδεολογία ή την θρησκεία του ή παρουσιάζει δείγματα διαφοροποιήσεως από τις αρχές τους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που αρνείται τις αρχές του, εγκαταλείπει την ιδεολογία ή την θρησκεία του ή παρουσιάζει δείγματα διαφοροποιήσεως από τις αρχές τους Greek Open Multilingual WordNet