bn:00005054n
Noun Concept
Categories: Φρούτα, Αμυγδαλοειδή
EL
μήλο  μηλιά  malus domestica  μήλα  πράσινο μήλο
EL
Ο στρογγυλός καρπός της μηλιάς με λεία κόκκινη, κίτρινη, πράσινη φλούδα και από μέσα σκληρή και ζουμερή ασπριδερή σάρκα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο στρογγυλός καρπός της μηλιάς με λεία κόκκινη, κίτρινη, πράσινη φλούδα και από μέσα σκληρή και ζουμερή ασπριδερή σάρκα Greek Open Multilingual WordNet
Το μήλο είναι φρούτο, καρπός του δέντρου μηλιά Wikipedia
Φρούτο, καρπός του δέντρου μηλιά (επιστ.: Μηλέα η ήμερος, λατ. Malus domestica) Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections