bn:00036686n
Noun Concept
Categories: Μορφολογία φυτών, Καρπός, Βοτανική
EL
καρπός  περικάρπιο  φρούτα
EL
Το προϊόν ενός φυτού, που είναι το τελικό στάδιο της εξέλιξης του άνθους Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
φυτά
Definitions
Relations
Sources
EL
Το προϊόν ενός φυτού, που είναι το τελικό στάδιο της εξέλιξης του άνθους Greek Open Multilingual WordNet
Ο καρπός Wikipedia
Το προϊόν του άνθους διακρινόμενο σε αληθή, ψευδή αλλά και ξηρό καρπό Wikipedia Disambiguation
ο καρπός στη βοτανική θεωρείται το μέρος ενός φυτού που αναπτύσσεται ώστε να είναι δυνατόν να γίνει αναπαραγωγή Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations