bn:00005173n
Noun Concept
EL
βερίκοκο  βερύκοκο
EL
Στρογγυλό, σαρκώδες φρούτο με σκληρό, μεγάλο κουκούτσι και φλούδα χνουδωτή σε χρώμα πορτοκαλοκίτρινο· ο καρπός της βερικοκιάς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Στρογγυλό, σαρκώδες φρούτο με σκληρό, μεγάλο κουκούτσι και φλούδα χνουδωτή σε χρώμα πορτοκαλοκίτρινο· ο καρπός της βερικοκιάς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary