bn:00005348n
Noun Concept
Categories: Ξύλο, Αρχιτεκτονική
EL
πέργκολα  κληματαριά  pérgola  πέργκολες
EL
Το κατασκεύασμα από δοκάρια, πάνω στα οποία απλώνεται το αναρριχώμενο αμπέλι Greek Open Multilingual WordNet
English:
garden
Definitions
Relations
Sources
EL
Το κατασκεύασμα από δοκάρια, πάνω στα οποία απλώνεται το αναρριχώμενο αμπέλι Greek Open Multilingual WordNet
Η πέργκολα είναι αρχιτεκτονική κατασκευή η οποία προσφέρει προστασία από τον ήλιο και τον άνεμο και συνήθως απαντάται σε εξώστες, κήπους, μπαλκόνια, και παραθεριστικές κατοικίες, αλλά επίσης και σε δημόσιους χώρους και χώρους αναψυχής λ.χ. εστιατόρια, μπαρ, πισίνες, παραδοσιακές ταβέρνες, καθώς επίσης και σε ξενοδοχεία, αίθρια, εμπορικά κέντρα και αλλού. Wikipedia
BabelNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations