bn:00041402n
Noun Concept
EL
κληματαριά  κληματαριά σταφύλι  σταφυλιών κληματαριά
EL
Το αμπέλι που κλαδεύεται και υποβοηθείται με στηρίγματα, ώστε το φύλλωμά του να απλώνεται πάνω από το έδαφος, σε τοίχο, φράχτη κ. λπ., σχηματίζοντας σκιερό στρώμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το αμπέλι που κλαδεύεται και υποβοηθείται με στηρίγματα, ώστε το φύλλωμά του να απλώνεται πάνω από το έδαφος, σε τοίχο, φράχτη κ. λπ., σχηματίζοντας σκιερό στρώμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet