bn:00005886n
Noun Concept
EL
άφιξη
EL
Το αποτέλεσμα του έρχομαι, φθάνω· ο ερχομός ή το φτάσιμο κάποιου σε έναν τόπο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το αποτέλεσμα του έρχομαι, φθάνω· ο ερχομός ή το φτάσιμο κάποιου σε έναν τόπο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet