bn:00006024n
Noun Concept
EL
λαρυγγική αρτηρία  λάρυγγα αρτηρία
EL
Κάθε μια από τις δυο αρτηρίες που τροφοδοτούν με αίμα τον λάρυγγα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε μια από τις δυο αρτηρίες που τροφοδοτούν με αίμα τον λάρυγγα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet