bn:00006068n
Noun Concept
EL
αρτηρία λαβυρίνθου  έσω ακουστική αρτηρία  αρτηρία του λαβυρίνθου  δαιδαλώδες αρτηρία
EL
Αρτηρία που εκφύεται από τη βασική ή πρόσθια κάτω παρεγκεφαλιδική αρτηρία και διοχετεύει αίμα στο λαβύρινθο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources