bn:00006485n
Noun Concept
EL
κατασκευή
EL
Η διαδικασία κατά την οποία δημιουργείται κάτι (π .χ. ένα μέρος μηχανήματος) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η διαδικασία κατά την οποία δημιουργείται κάτι (π .χ. ένα μέρος μηχανήματος) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet