bn:00027439n
Noun Concept
EL
αποδόμηση  διασκορπισμός  αποξήλωσης  αποσυναρμολόγηση
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκορπίζω, η διασκόρπιση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκορπίζω, η διασκόρπιση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary