bn:00006491n
Noun Concept
EL
γραμμή συναρμολόγησης  αλυσίδα συναρμολόγησης  γραμμή παραγωγής  γραμμές συναρμολόγησης  γραμμή συναρμολογήσεως
EL
Μηχανικό σύστημα σε εργοστάσιο όπου ένα αντικείμενο παιρνώντας από διάφορα στάδια συναρμολογείται Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μηχανικό σύστημα σε εργοστάσιο όπου ένα αντικείμενο παιρνώντας από διάφορα στάδια συναρμολογείται Greek Open Multilingual WordNet
Η γραμμή συναρμολόγησης είναι διαδικασία κατασκευής στην οποία προστίθενται μέρη καθώς το ημιτελές έργο μετακινείται από το έναν σταθμό εργασίας στον άλλον και τα διάφορα μέρη προστίθενται διαδοχικά μέχρι την ολοκλήρωση του τελικού αποτελέσματος. Wikipedia